υπερωρία

υπερωρία
η сверхурочная работа;

παίρνω γιά υπερωρία — получать сверхурочные


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπερωρία" в других словарях:

  • υπερωρία — η, Ν 1. το χρονικό διάστημα τής εργασίας πέρα από το κανονικό ωράριο («δεν προλαβαίνουμε τις παραγγελίες και δουλεύουμε υπερωρίες») 2. η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία («μού χρωστούν ακόμη δέκα υπερωρίες») 3. φρ. «βιβλίο υπερωριών» ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • υπερωρία — η χρονικό διάστημα εργασίας πέρα από τις κανονικές ώρες: Πληρώθηκε περισσότερο, γιατί έκανε υπερωρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερχρόνιος — ία, ον, Α 1. αυτός που έχει υπερβεί το σύνηθες όριο ζωής, ο υπεραιωνόβιος 2. ὑπέρχρονος*, αιώνιος 3. εκπρόθεσμος 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερχρονία α) η υπερημερία β) πληρωμή για υπερωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ἐγ… …   Dictionary of Greek

  • υπερωριακός — ή, ό, Ν [υπερωρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υπερωρίες («υπερωριακή απασχόληση») …   Dictionary of Greek

  • υπερωριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπερωρία: Υπερωριακή εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»